- ἀπύων
- ἄπυοςnot suppuratingmasc/fem/neut gen plἀ̱πύων , ἠπύωcall topres part act masc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπύω — ἠπύω, δωρ. και αρκ. τ. ἀπύω (Α) 1. προσκαλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον («ὅθι ποιμένα ποιμήν ἠπύει», Ομ. Οδ.) 2. επικαλούμαι κάποιον («ἄπυεν Εὐτρίαιναν», Πίνδ.) 3. (για άνεμο) πνέω ηχηρά («οὔτ ἄνεμος τόσσον περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει», Ομ. Ιλ.) 4.… … Dictionary of Greek